- κουρούνα
- ητο πουλί κουρούνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
κουρούνης — ο, θηλ. κουρούνα δυστυχής, ταλαίπωρος, άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρούνα (Ι), προφανώς λόγω τού χρώματος τού πουλιού] … Dictionary of Greek
αλετροκουρούνα — η κορώνη τού αλετριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + κουρούνα] … Dictionary of Greek
καρακουρούνα — η άλλη ονομασία τής καρακάξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα * + κουρούνα] … Dictionary of Greek
κερκορώνος — κερκορώνος, ὁ (Α) είδος ινδικού πτηνού, ίσως εσφ. ανάγν. αντί κερκίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθός, προέρχεται ίσως από αμάρτ. *κερκο κορώνη (< κέρκος «ουρά» + κορώνη «κουρούνα») με απλολογία] … Dictionary of Greek
κορατσίνα — η κουρούνα, κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + κατάλ. ίνα με τσιτακισμό] … Dictionary of Greek
κορωνίζω — (Α) 1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω 2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς*, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη*] … Dictionary of Greek
κορωνεκάβη — κορωνεκάβη, ἡ (Α) πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα τής μυθολογίας)] … Dictionary of Greek
κορωνιδεύς — κορωνιδεύς, ὁ (Α) μικρή κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + υποκορ. κατάλ. ιδεύς (πρβλ. ερωτ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek